- αλλεπάλληλος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που με συχνή επανάληψη γίνεται: Οι συμφορές τού ήρθαν αλλεπάλληλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀλλεπάλληλος — accumulation masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλεπάλληλος — η, ο (Α ἀλλεπάλληλος, ον) ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός αρχ. 1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον 3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως κατά σωρούς, σωρηδόν.… … Dictionary of Greek
ἀλλεπαλλήλως — ἀλλεπάλληλος accumulation adverbial ἀλλεπάλληλος accumulation masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλεπάλληλον — ἀλλεπάλληλος accumulation masc/fem acc sg ἀλλεπάλληλος accumulation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλεπαλλήλοις — ἀλλεπάλληλος accumulation masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλεπαλλήλου — ἀλλεπάλληλος accumulation masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλεπαλλήλους — ἀλλεπάλληλος accumulation masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλεπαλλήλων — ἀλλεπάλληλος accumulation masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλεπαλλήλῳ — ἀλλεπάλληλος accumulation masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλεπάλληλα — ἀλλεπάλληλος accumulation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)